Συναισθηματική συστολή PDF Εκτύπωση E-mail

Συναισθηματική συστολή στα παιδιά

Οι συναισθηματικές δυσκολίες και τα προβλήματα συμπεριφοράς των παιδιών αποτελούν ένα νόμισμα με δύο όψεις. Η μία όψη αφορά στην εξωτερίκευση της δυσλειτουργικής συμπεριφοράς και των συναισθημάτων, όπως επιθετικότητα, κρίσεις θυμού, υπερκινητικότητα, διαταρακτική συμπεριφορά, αντικοινωνική συμπεριφορά και άλλες παρόμοιες συμπεριφορές (δυσπροσαρμοστική εξωστρέφεια).

Η άλλη όψη αφορά στην εσωτερίκευση των αρνητικών συναισθημάτων και συμπεριφοράς, όπως η κοινωνική απόσυρση, η σχολική φοβία, η απομόνωση, η συστολή και η δειλία (δυσπροσαρμοστική εσωστρέφεια). Παρά τις φαινομενικές διαφορές των δύο κατηγοριών, ο κοινός παρανομαστής είναι η ελλιπής κοινωνική ανάπτυξη και προσαρμογή των παιδιών.

Οι σχέσεις που αναπτύσσουν τα παιδιά με τους συνομηλίκους τους συμβάλλουν σε ένα σημαντικό βαθμό στην κοινωνική και γνωστική τους ανάπτυξη και αποτελούν τη βάση για μια υγιή ενήλικη κοινωνική ζωή. Στην πραγματικότητα, ο μοναδικός παράγοντας που μπορεί κατά την παιδική ηλικία να προβλέψει την κοινωνική προσαρμογή του ενηλίκου δεν είναι ο δείκτης νοημοσύνης, η σχολική επίδοση ή η μαθησιακή ευχέρεια, αλλά οι σχέσεις που αναπτύσσει με τα άλλα παιδιά, η συναισθηματική του ισορροπία, δηλαδή η συναισθηματική νοημοσύνη (Goleman, 1997).

Η ντροπαλότητα είναι ένα συναίσθημα συστολής, αμηχανίας και ίσως και φόβου απέναντι σε άλλους ανθρώπους ή σε κοινωνικές καταστάσεις, συχνά συνοδευόμενη από άγχος, όπου όλοι οι άνθρωποι το βιώνουν κάποια στιγμή της ζωή τους. Η μορφή της μπορεί να είναι περιστασιακή όταν εκδηλώνεται μόνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες (π.χ. έκθεση σε ακροατήριο ή κοινωνική επαφή με άγνωστους ανθρώπους) ή μόνιμη, όταν αποτελεί πλέον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του ατόμου.

Η ντροπαλότητα δεν είναι ένα μονοδιάστατο συναίσθημα με συνέπεια κατά την εκδήλωσή της να επηρεάζεται ένα ή και περισσότερα επίπεδα: η συμπεριφορά (αποφυγή βλέμματος, χαμηλόφωνη ομιλία, δυσχέρεια ή σύγχυση στο λόγο, νευρικότητα), η φυσιολογία (αυξημένοι καρδιακοί παλμοί, εφίδρωση, ναυτία, αίσθημα ζάλης, ξηροστομία) και η σκέψη (αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό, φόβος γελιοποίησης, αίσθημα ανεπάρκειας, αυτομομφή), ενώ παράλληλα ενεργοποιούνται και άλλα αρνητικά συναισθήματα (άγχος, κατάθλιψη, μοναξιά).

Σύμφωνα με αμερικάνικα και ευρωπαϊκά στατιστικά δεδομένα το 11% των μαθητών του δημοτικού σχολείου θεωρούνται δειλοί και συνεσταλμένοι και ένα ποσοστό 20% βιώνει αρκετό άγχος ώστε να απαιτείται κάποια θεραπευτική παρέμβαση.

Οι ψυχολογικές μελέτες διαχωρίζουν την δειλία (ντροπαλότητα) από την εσωστρέφεια και το κοινωνικό άγχος. Τα εσωστρεφή άτομα προτιμούν απλά την απομόνωση από τις κοινωνικές δραστηριότητες και δεν τα αγχώνουν/φοβίζουν, όπως συμβαίνει με τα συνεσταλμένα άτομα. Η πλειοψηφία των δειλών ατόμων τείνουν να είναι και εσωστρεφείς, ωστόσο μπορεί να υπάρξουν και «δειλοί εξωστρεφείς», όπως στην περίπτωση παιδιών που επιθυμούν και επιδιώκουν τις κοινωνικές συναναστροφές αλλά συμπεριφέρονται διστακτικά ή απρόθυμα αν δεν συνοδεύονται από τον γονιό τους. Στην περίπτωση του κοινωνικού άγχους (ή αλλιώς κοινωνικής φοβίας) το παιδί αισθάνεται έντονο άγχος στις κοινωνικές συναναστροφές, οι σωματικές εκδηλώσεις είναι ιδιαιτέρως έντονες, έχουν τη μορφή πανικού και υπάρχει έντονη τάση άμεσης φυγής από το περιβάλλον που βρίσκεται.

Οι έφηβοι και οι ενήλικοι αναγνωρίζουν το παράλογο ή υπερβολικό του φόβου και της αντίδρασή τους δίχως αυτό όμως να αναστέλλει την εκδήλωση της φοβίας. Στα παιδιά, από την άλλη πλευρά δεν υπάρχει αντίστοιχο επίπεδο επίγνωσης, με αποτέλεσμα να αντιδρούν με κλάματα και νευρικές εκρήξεις στην αγκαλιά των γονιών τους.

Συμπερασματικά, η ντροπαλότητα (η δειλία) δεν είναι φοβία, ούτε διαταραχή. Τα ντροπαλά παιδιά νιώθουν αμηχανία και συστολή ενώπιων νέων κοινωνικών συνθηκών, δίχως όμως να συνοδεύεται από ακραία επίπεδα άγχους ή αποφυγή των κοινωνικών καταστάσεων. Η ντροπαλότητα όμως που δεν αντιμετωπίζεται και επιμένει συν τω χρόνω έχει αυξημένες πιθανότητες να εξελιχθεί σε κοινωνική φοβία με σοβαρές συνέπειες στην ποιότητα της ζωής του ατόμου. Είναι επίσης σημαντικό να έχει κατακτηθεί μια ελάχιστη, τουλάχιστον, κοινωνική προσαρμογή μέχρι την ηλικία των έξι ετών. Η συστολή αρχίζει να αποτελεί πρόβλημα στη ζωή ενός παιδιού όταν είναι ένα μόνιμο χαρακτηριστικό, χαρακτηρίζεται από τους άλλους δειλό και αυτοχαρακτηρίζει και το παιδί τον εαυτό του συνεσταλμένο, δειλό και άτολμο.

Τα ντροπαλά παιδιά είναι ταυτόχρονα «βολικά» και αρεστά σε γονείς και εκπαιδευτικούς, καθώς δεν ενοχλούν, δεν επαναστατούν, δεν κάνουν αισθητή την παρουσία τους, είναι γενικά είναι υπάκουα και συνεργάσιμα. Αυτό αποτελεί μεγάλη παγίδα για τα ντροπαλά παιδιά που όπως περνούν απαρατήρητα τα ίδια, με τον ίδιο τρόπο μπορεί να περάσει απαρατήρητα το εσωτερικό τους άγχος, η μοναξιά και η μελαγχολία τους…