Ζωηρό παιδί ή Διαταραχή ΕΠY; PDF Εκτύπωση E-mail

Συχνά οι γονείς προβληματίζονται για την υπερβολική ζωηράδα ή/και ονειροπόληση που εμφανίζουν ορισμένα παιδιά και γεννιούνται ερωτήματα όπως γιατί συμπεριφέρεται συνεχώς σαν «κουρδισμένο», γιατί η επίπληξη και οι διαρκείς επισημάνσεις στις παρορμητικές συμπεριφορές είναι άκρως αναποτελεσματικές (αντιθέτως ενισχύουν την εμφάνιση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς), γιατί το παιδί μοιάζει απόν, μπερδεμένο, προβάλλει αδιαφορία ή ανυπομονησία όταν του απευθύνονται, μιλά συνεχώς, είναι συνεχώς υπ’ ατμόν…

Οι εκπαιδευτικοί από την άλλη πλευρά καλούνται να διαχειριστούν παιδιά που είναι αεικίνητα μέσα στην τάξη, δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν και να εστιάσουν την προσοχή τους, να ολοκληρώσουν τις εργασίες τους, να ακολουθήσουν οδηγίες, σηκώνονται από την θέση τους χωρίς σοβαρό λόγο ή την άδεια τους, «πετάγονται» για να απαντήσουν, διακόπτουν το μάθημα και δυσκολεύονται να διατηρήσουν την σειρά.

Ποια είναι η τελικά η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του μη οριοθετημένου παιδιού και του υπερκινητικού παιδιού, του αφηρημένου παιδιού λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος ή διαπαιδαγώγησης και του παιδιού με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής;

Η διαταραχή της Ελλειμματικής Προσοχής & Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ/Υ) αποτελεί μια συχνά διαγιγνωσκόμενη και ευρέως μελετώμενη διαταραχή στα παιδιά, είναι μια διαταραχή όπου είναι παρούσα εκ γενετής, είναι χρόνια, διάχυτη (το πρόβλημα εμφανίζεται όχι μόνο στο σπίτι αλλά και στο σχολείο καθώς και σε άλλους χώρους), με αναπτυξιακές αποκλίσεις όπως η διάσπαση προσοχής, η παρορμητικότητα και/ή υπερκινητικότητα.

Η επικρατέστερη πλέον επιστημονική άποψη αναγνωρίζει κυρίως νευρολογικά και ψυχοβιολογικά αίτια, δίνοντας έμφαση στην βιολογική παρά στην περιβαλλοντολογική θεώρηση, καθώς οι έρευνες εντοπίζουν δυσλειτουργία στην εγκεφαλική χημεία, δομή και εκτελεστική λειτουργία του εγκεφάλου. Ως εκ τούτου στο παιδί με ΔΕΠ/Υ παρατηρείται ανεπάρκεια στην αυτορρύθμιση, στον κινητικό έλεγχο, στην «συμπεριφορική αναχαίτιση», στις νοητικές διαδικασίες (βραχυπρόθεσμη / μακροπρόθεσμη μνήμη, οπτικοακουστική αντίληψη, αντιληπτική εγρήγορση, ρυθμός) και στην οργάνωση (χώρου, χρόνου, πληροφοριών, σκέψης).

Τα συμπτώματα στα άτομα με ΔΕΠ-Υ γίνονται αντιληπτά στην πρώιμη παιδική ηλικία με τα συμπτώματα της υπερκινητικότητας να προηγούνται της ελλειμματικής προσοχής. Παρόλο που τα προαναφερθέντα συμπτώματα τυπικά εμφανίζονται στην ηλικία των 3-4 ετών, δύναται να είναι εμφανή και κατά τη βρεφική ηλικία ή κατά την περίοδο της σχολικής έναρξης.

Η ΔΕΠ-Υ δεν είναι ένα φαινόμενο του «όλα η τίποτα», όπου όλα τα συμπτώματα είναι είτε παρόντα είτε απόντα. Εν αντιθέσει, είναι μια κατάσταση όπου τα βασικά συμπτώματα εμφανίζουν διαφοροποίηση ως προς τον βαθμό εμμονής, τη διάρκεια και το εύρος, ανάλογα με τις απαιτήσεις της εκάστοτε δραστηριότητας/εργασίας/κατάστασης. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ εμφανίζουν αντιφάσεις στις σχολικές τους επιδόσεις, διακυμάνσεις στην παραγωγικότητα και την ακρίβεια που φέρουν εις πέρας υποχρεώσεις τις καθημερινότητας (π.χ. αποκλίσεις στην βαθμολογία, άλλοτε άριστα άλλοτε πολύ χαμηλό βαθμό, ολοκλήρωση ή μη της σχολικής μελέτης στο σπίτι κτλ). Αυτό αποτελεί συχνά «παγίδα» για τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς που αδίκως δίνουν την ετικέτα του «τεμπελάκου» ή «αδιάφορου μαθητή» στο παιδί.

Προκειμένου να δοθεί η διάγνωση της ΔΕΠ-Υ σε ένα παιδί απαιτείται κλινική αξιολόγηση από ψυχολόγο/παιδοψυχολόγο ή ψυχίατρο/παιδοψυχίατρο και έναν ολοκληρωμένο έλεγχο ο οποίος περιλαμβάνει:

α) Κλινική αξιολόγηση και παρατήρηση του παιδιού

β) Νοομετρική αξιολόγηση μέσω της ελληνικής κλίμακας νοημοσύνης για παιδιά και έφηβους (WISC-III)

γ) Έλεγχος για την ενδεχόμενη ύπαρξη μαθησιακών δυσκολιών

δ) Κλινική συνέντευξη με τους γονείς

ε) Χορήγηση ειδικών ερωτηματολογίων στους γονείς και τον εκπαιδευτικό (π.χ. Ελληνική Κλίμακα Αξιολόγησης της ΔΕΠ-Υ των Du Paul, Power, Anastopoulos & Reid).

Στη συνέχεια σχεδιάζεται ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα παρέμβασης από τον θεραπευτή, όπου συνδυάζει την ψυχολογική παρέμβαση για το παιδί (ατομική ψυχοθεραπεία, γνωσιακή αποκατάσταση, τροποποίηση της συμπεριφοράς, ανάπτυξη ελλιπών δεξιοτήτων), την συμβουλευτική γονέων (ψυχο-εκπαίδευση, οικογενειακή ψυχοθεραπεία) και την ενημέρωση προς τον εκπαιδευτικό (μέσω μιας ψυχολογικής έκθεσης ή τηλεφωνικής επικοινωνίας).

Σε ειδικές περιπτώσεις προτείνεται η φαρμακευτική αγωγή προκειμένου να βελτιωθεί η λειτουργία της προσοχής, της συμπεριφοράς και κατά συνέπεια η σχολική επίδοση. Χορηγείται ως επί το πλείστον κατά την διάρκεια της σχολικής περιόδου, στοχεύει στην βραχύχρονη απομείωση των συμπτωμάτων, ενώ πολυάριθμες μελέτες καταδεικνύουν τα θετικά αποτελέσματα.