Αγχώδεις Διαταραχές στα παιδιά (Α΄+ Β΄μέρος) PDF Εκτύπωση E-mail

Το άγχος στην παιδική ηλικία

Α΄ Μέρος

Τα προβλήματα άγχους δεν επηρεάζουν μόνο την ψυχική υγεία των ενηλίκων αλλά των παιδιών και των εφήβων. Όλα τα παιδιά έχουν βιώσει εμπειρίες άγχους, φόβου, αγωνίας, ανησυχίας κάποια στιγμή στην καθημερινότητά τους. Το άγχος ορίζεται ως «δυσφορικό συναίσθημα επικείμενου κινδύνου», εκδηλώνεται μέσω σωματικών εκδηλώσεων, συμπεριφορών, σκέψεων και ποικίλων ψυχολογικών διεργασιών και διαφοροποιείται από τη φοβία ως προς την απροσδιόριστη πηγή πρόκλησής του.

Η μάθηση και συγκεκριμένα η δυσκολία στη μάθηση, αποτελεί μία από τις πηγές άγχους στα παιδιά και τους έφηβους και ως εκ τούτου συχνά εκδηλώνονται δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές στο σχολείο. Σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες, το άγχος των εξετάσεων και η σχολική επίδοση επηρεάζει αρνητικά έναν στους τρεις μαθητές. Η μη συμμετοχή στην τάξη, η διάσπαση προσοχής και η δυσκολία συγκέντρωσης, το άγχος για την σχολική επίδοση, η αίσθηση ανεπάρκειας ως προς τις σχολικές, εξωσχολικές ή αθλητικές δραστηριότητες και η δυσκολία στις σχέσεις με τους συνομηλίκους αποτελούν τις πιο κοινές μορφές εκδήλωσης άγχους στα παιδιά.

Όταν το άγχος υπάρχει σε μικρές, φυσιολογικές δόσεις και εμφανίζεται σε κατάλληλες περιστάσεις έχει είτε προσαρμοστικό/προστατευτικό ρόλο είτε λειτουργεί παραγωγικά. Επί παραδείγματι, το άγχος που νιώθουμε ενώπιων κινδύνου θέτει τον οργανισμό σε ετοιμότητα προκειμένου να εκδηλωθεί μια άμεση αντίδραση αυτοπροστασίας, όπως και ο μικρός βαθμός άγχους πριν από ένα τεστ ή μια σχολική παράσταση μπορεί να ενισχύσει την επίδοση ή απόδοση του/της μαθήτριας.

Υπάρχουν περιπτώσεις όμως που το άγχος είναι έντονο, επίμονο στο χρόνο, δεν έχει λειτουργικό χαρακτήρα και παρεμποδίζει την ομαλή προσαρμογή του παιδιού με ποικίλες ψυχοσωματικές εκδηλώσεις. Σε αυτή την περίπτωση χρήζει διερεύνησης η ύπαρξη μιας αγχώδους διαταραχής.

Ορισμένα παιδιά εμφανίζουν παρεισφρητικές, επίμονες, παράλογες σκέψεις, ιδέες ή εικόνες (ιδεοληψίες) που προκαλούν πολύ άγχος και συνήθως συνοδεύονται από επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές ή νοερές διαδικασίες. Το περιεχόμενο των ιδεοληψιών αφορά συνήθως θέματα καθαριότητας, μόλυνσης, υγείας, τακτοποίησης, τάξης, θρησκείας, αμφισβήτησες εαυτού, επιθετικής παρόρμησης κ.α. Οι συμπεριφορές που ακολουθούν (ψυχαναγκασμοί) στοχεύουν στο να εξουδετερώσουν το άγχος που προκαλούν οι ιδεοληψίες, εκτελούνται συνειδητά, με τελετουργική συνέπεια, είναι χρονοβόρες, παρεμβαίνουν στην λειτουργικότητα του παιδιού, ενώ η παρεμπόδιση μιας τέτοιας συμπεριφοράς φέρει ύψιστα επίπεδα άγχους. Η συγκεκριμένη αγχώδης διαταραχή είναι γνωστή ως ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και εκδηλώνεται συνήθως με επίμονο πλύσιμο των χεριών ή άλλου μέρους του σώματος, αυστηρή και απαράβατη διάταξη των αντικειμένων, έλεγχο και επανέλεγχο π.χ. της κλειδαριάς, το περιεχόμενο ενός αποθηκευτικού κουτιού, του θερμοσίφωνα, μέτρημα επαναλαμβανόμενες προσευχές κ.α.

Το κοινό χαρακτηριστικό στα παιδιά με κοινωνική φοβία είναι η πεποίθηση ότι δεν θα τα καταφέρουν σε διάφορες κοινωνικές καταστάσεις, ότι θα αποτύχουν και θα γελοιοποιηθούν και ότι τα άλλα παιδιά είναι πιο επιδέξια στις κοινωνικές συναναστροφές. Η κοινωνική φοβία εκδηλώνεται συνήθως με αποφυγή κοινωνικών εκδηλώσεων (π.χ. πάρτυ), ομαδικών δραστηριοτήτων, επικοινωνίας με φιγούρες εξουσίας (δάσκαλος, διευθυντής) ή έκθεσης σε κοινό (απαγγελία ποιήματος στη σχολική γιορτή, ανάγνωση μέσα στην τάξη). Επίσης, τα παιδιά με κοινωνική φοβία μπορεί να αποφεύγουν να φάνε ή να πιούν μαζί με άλλους σε κοινό χώρο, να μιλήσουν στο τηλέφωνο ή να γράψουν κάτι στον πίνακα της τάξης ενώπιων των συμμαθητών τους (χωρίς να σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες συμπεριφορές παραλληλίζονται και με την επιθυμία τους). Η κοινωνική φοβία διαφέρει από την ντροπή, καθώς τα ντροπαλά άτομα νιώθουν αμηχανία ή δυσφορία σε κοινωνικές συνθήκες, την οποία υπομένουν, αλλά δεν αποφεύγουν τις κοινωνικές συναναστροφές.

Η σχολική άρνηση χαρακτηρίζεται από έντονη απροθυμία του παιδιού να παρακολουθήσει το σχολείο και συνοδεύεται από δυσφορία. Η σχολική άρνηση παρουσιάζει μεγάλη ετερογένεια ως προς την αιτιολογία.

Στη σχολική φοβία το παιδί στην αρχή εκδηλώνει παράπονα για το σχολείο και στη συνέχεια αρνείται συστηματικά με επίμονο τρόπο να παρακολουθήσει το σχολείο. Τις πρωινές ώρες πριν την έναρξη των σχολικών μαθημάτων, το παιδί παραπονιέται για σωματικά συμπτώματα (κεφαλαλγίες, κοιλιακό άλγος) συχνά με κατάληξη εμετού ή διάρροιας. Η παραμονή στο σπίτι και η επιπρόσθετη προσοχή που λαμβάνει το παιδί λειτουργεί ως αρνητική ενίσχυση και δεν βοηθά στην εξάλειψη της σχολικής φοβίας. Οι συνήθεις αιτίες της σχολικής φοβίας είναι το άγχος αποχωρισμού από τον γονέα ή η πραγματική φοβία προς το σχολείο, μετά από ένα ψυχοτραυματικό γεγονός.

Η συχνότητα εμφάνισης των διαταραχών άγους στον παιδικό πληθυσμό κυμαίνεται μεταξύ 3-18% ενώ. Παρόλο που η συχνότητα εμφάνισης των διαταραχών άγχους στα παιδιά είναι μεγάλη δεν έχει δοθεί η ανάλογη βαρύτητα στη διάγνωση και αντιμετώπισή τους. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι η διάγνωση των παιδικών αγχωδών διαταραχών είναι δυσκολότερη από των ενηλίκων. Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση που τα συμπτώματα είναι ορατά δεν είναι εύκολο για τον γονιό να διακρίνει αν πρόκειται για φυσιολογική ή παθολογική κατάσταση.