Όταν ο πελαργός αργεί να έλθει...
Για τα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν δυσκολίες υπογονιμότητας η επιθυμία τεκνοποίησης σηματοδοτεί την έναρξη μιας δυσάρεστης εμπειρίας ζωής που επιβαρύνει ποικιλοτρόπως το συναισθηματικό, κοινωνικό, επαγγελματικό, οργανικό και πνευματικό «ζην» του ζευγαριού.
Η υπογονιμότητα έχει αξιολογηθεί ως μια από τις πιο αγχογόνες καταστάσεις στη ζωή ενός ατόμου, συγκρινόμενη με το διαζύγιο ή τον θάνατο οικογενειακού μέλους. Εκτιμάται ότι ένα στα έξι ζευγάρια των δυτικών κοινωνιών αντιμετωπίζει υπογονιμότητα έως ένα βαθμό στη ζωή τους, ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναγνωρίζει πλέον την υπογονιμότητα ως πρόβλημα της παγκόσμιας δημόσιας υγείας.
Όσον αφορά τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά της υπογονιμότητας, κυριαρχούν δύο βασικά και αντικρουόμενα θεωρητικά μοντέλα. Στο πρώτο κυριαρχεί η άποψη ότι η ψυχοπαθολογία είναι το αίτιο και οι υποστηρικτές του θεωρούν την υπογονιμότητα μια ψυχοσωματική διαταραχή. Σύμφωνα με το δεύτερο μοντέλο, η ψυχοπαθολογία είναι αποτέλεσμα της υπογονιμότητας, και οι υποστηρικτές του επισημαίνουν ότι η υπογονιμότητα είναι μια πηγή διαρκούς ψυχολογικού και κοινωνικού άγχους.
Εμπειρικά δεδομένα αποδίδουν την υπογονιμότητα σε θηλυκούς και αρσενικούς παράγοντες σε ισομερή ποσοστά κατά 60%, 20% σε συνδυασμό αυτών και περίπου 20% σε ανεξήγητα από την σύγχρονη τεχνολογία αίτια (19%) (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας , 2007/08).
Γενικοί παράγοντες που έχουν ενοχοποιηθεί για την υπογονιμότητα και στα δύο φύλα είναι οι περιβαλλοντικές τοξίνες, η φθίνουσα κατάσταση υγείας, τα ιατρικά προβλήματα, ο ακατάλληλος χρόνος των σεξουαλικών επαφών, ο αγχογόνος τρόπος ζωής, τα προσωπικά προβλήματα, η επαγγελματική πίεση και η γενικότερη ψυχική υγεία του ατόμου.
Η επιθυμία της τεκνοποίησης είναι κοινή παγκοσμίως και τα περισσότερα ζευγάρια στην κοινή ζωή που σχεδιάζουν λαμβάνουν υπόψη και τους απογόνους του. Συνεπώς, η υπογονιμότητα βιώνεται ως μια απροσδόκητη και απρόσδεκτη αλλαγή στη ζωή του ζευγαριού επιφέροντας αποπροσανατολισμό στον αρχικό σχεδιασμό του ζευγαριού, αναστάτωση στην γαμήλια σχέση και στους ρόλους του ζευγαριού, κρίση στην αυτοεκτίμηση, στην σεξουαλικότητα και στις αξίες του ατόμου. Αν και δεν βιώνουν όλοι οι άνθρωποι την υπογονιμότητα σαν κρίση, η ερευνητική βιβλιογραφία καταδεικνύει ότι η υπογονιμότητα αντιπροσωπεύει μια δύσκολη και οδυνηρή διαδικασία η οποία επηρεάζει όλους τους τομείς της ζωής και την προσωπικότητα του ατόμου.
Μεταξύ των συναισθηματικών αντιδράσεων που εμφανίζονται σε άτομα που αντιμετωπίζουν υπογονιμότητα είναι ο θυμός, η θλίψη, η ενοχή, η δυσφορία, ο φθόνος ή ζήλια προς την επιτυχία άλλων ζευγαριών, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δύναται να υπάρχει άρνηση ή καταπίεση των συναισθημάτων του θυμού και του άγχους. Επιπρόσθετα, η ανεξήγητη υπογονιμότητα αποτελεί και για τα δύο φύλα δυσκολότερη συνθήκη από την ανακοίνωση της διάγνωσης.
Καθώς η αντιμετώπιση της υπογονιμότητας αποτελεί μια συναισθηματικού τύπου αποστολή οι εξειδικευμένοι επιστήμονες του κλάδου απαιτείται να συνδυάζουν ιατρικού και ψυχολογικού τύπου δεξιότητες, ενώ η βιβλιογραφία προτείνει παράλληλη ψυχολογική υποστήριξη κατά την περίοδο της θεραπείας (υποβοηθούμενης αναπαραγωγής).
Σχετικές μελέτες ανέδειξαν την ανάγκη για την κάλυψη των ψυχολογικών πτυχών της υπογονιμότητας κατά την θεραπευτική διαδικασία, που όμως δεν ικανοποιείται, προς απογοήτευση των ζευγαριών που υπόκεινται σε κάποια μορφή υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Χαρακτηρίζουν την ψυχολογική θεραπεία ωφέλιμη, ιδιαιτέρως μεταξύ των γυναικών, ενώ ανέφεραν ότι θα έκαναν χρήση τέτοιων υπηρεσιών αν παρέχονταν κατά την διάρκεια της θεραπείας.
Η παροχή ψυχολογικής θεραπείας στο ζευγάρι, ανεξαρτήτως του ποιος εκ των δύο συντρόφων φέρει την δυσκολία της υπογονιμότητας ή έχει υποβληθεί σε θεραπεία, δύναται να βοηθήσει στην «φυσιολογικοποίηση» των αρνητικών συναισθημάτων, στην ανάπτυξη δεξιοτήτων διαχείρισης και επίλυσης του προβλήματος καθώς και ρεαλιστικών προσδοκιών για το μέλλον.
|