Φόβοι και Φοβίες στα παιδιά PDF Εκτύπωση E-mail

Οι παιδικοί φόβοι είναι ένα φυσιολογικό βιολογικό και ψυχολογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζουν την περίοδο της παιδικής ηλικίας, ιδίως τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής του παιδιού και διαφοροποιούνται με την πάροδο της ηλικίας. Οι φόβοι ξεπετάγονται κυρίως κατά τις περιόδους που το παιδί μαθαίνει νέα πράγματα και ενισχύεται το αίσθημα ανεξαρτησίας, αλλά και μετά από μια τραυματική εμπειρία.

Κάθε αναπτυξιακό στάδιο χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο περιεχόμενο φόβου, το οποίο εξαρτάται από την νοητική και βιοσωματική ωριμότητα του παιδιού καθώς και από τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα που δέχεται.

Το νεαρό βρέφος διακατέχεται κυρίως από αρχέγονες αντανακλαστικές αντιδράσεις που προκαλούνται από αιφνίδιους δυνατούς θορύβους ή ξαφνικές μεταβολές στην θέση του σώματος μέσα στο χώρο (αντανακλαστικό του Moro) λόγω του φόβου πτώσης.

Η φοβία ξένων (φόβος προς τα άγνωστα άτομα) και το άγχος αποχωρισμού πρωτοεμφανίζονται στην ηλικία των 6-8 μηνών. Σχετίζονται με την προσκόλληση που αναπτύσσει το παιδί προς τη μητέρα και την αναπτυσσόμενη ικανότητα αναγνώρισης των οικείων από άγνωστων προσώπων. Οι φόβοι αυτοί συνήθως κορυφώνονται τους πρώτους μήνες του δεύτερου έτους και εξαλείφονται γύρω στην ηλικία των 3-4 ετών. Ο φόβος σκοταδιού και /ή φόβος για κάποια ζώα εμφανίζονται στην ηλικία των δύο ετών ενώ οι φόβοι για φανταστικά πλάσματα (φαντάσματα και τέρατα) στην ηλικία των 3-4 ετών. Στην αρχή της προσχολικής ηλικίας εκδηλώνονται φόβοι της αποτυχίας και της γελιοποίησης, σε διαφορετικό βαθμό σε κάθε παιδί.

Η εμπειρία και η μάθηση των νηπίων βοηθάει στην απομυθοποίηση των νηπιακών φόβων (αυτό που φάνταζε απειλητικό στην αρχή σταδιακά μετατρέπεται σε κάτι ακίνδυνο). Στις ηλικίες 7-16 ετών υπάρχουν πιο ρεαλιστικοί φόβοι, όπως ο φόβος τραυματισμού, υγείας, θανάτου και φυσικών φαινομένων.

Ορισμένοι παιδικοί φόβοι έχουν ρόλο προστατευτικό και κάποιες φορές υπάρχει η ανάγκη να διδάξουμε έναν μέτριο βαθμό φόβου. Επί παραδείγματι, ο φόβος προς αγνώστους που πλησιάζουν το παιδί, προσφέροντας ή ζητώντας κάτι, δημιουργεί επιφυλακτικότητα και εν συνεχεία αυξάνει τις πιθανότητες για μια αυθόρμητη άρνηση ή ο φόβος τραυματισμού από κάποιο όχημα στον δρόμο βοηθάει το παιδί να είναι σε εγρήγορση όταν διασχίζει το δρόμο. Επίσης, στα νήπια που δεν έχουν αναπτυχθεί οι αιτιώδεις σχέσεις και ως εκ τούτου δεν μπορούν να κατανοήσουν τις συνέπειες μιας συμπεριφοράς, η προειδοποίηση π.χ. «μην παίζεις με το μαχαίρι/ψαλίδι, θα κοπείς!», δημιουργεί έναν μικρό ρεαλιστικό φόβο με στόχο την πρόληψη. Είναι διαφορετικό όμως να χρησιμοποιείται ο εκφοβισμός προκειμένου να συνετίσουμε ή να πειθαρχήσουμε ένα παιδί (π.χ. «αν το ξανακάνεις θα έρθει ο κακός λύκος ή μην πας στην αποθήκη γιατί υπάρχει ο μπαμπούλας») γιατί έτσι αναπτύσσονται στο παιδί λανθασμένοι και αδικαιολόγητοι φόβοι.

Παρόλο που οι παιδικοί φόβοι ανήκουν στην φυσιολογική εξελικτική διαδικασία, αν δεν αντιμετωπιστούν σωστά μπορεί να καταδυναστεύουν το παιδί και σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να διακωμωδούνται οι φόβοι («μόνο τα μωρά φοβούνται το σκύλο»), διαβεβαιώνουμε ότι όλα τα παιδιά έχουν φόβους, θα πρέπει να δίνουμε πρακτικές λύσεις για να αντιμετωπίζει τον φόβο του το παιδί (ανάβουμε το φως για να μην φοβόμαστε το σκοτάδι), δίνουμε την ευκαιρία στο παιδί να αισθανθεί έτοιμο και πρόθυμο πριν αντιμετωπίσει τον φόβο του δίχως να το εξαναγκάζουμε σε κατακλυσμιαία έκθεση στο φοβογόνο ερέθισμα και δεν ξεχνάμε να επαινέσουμε το παιδί όταν καταφέρει να ξεπεράσει έναν φόβο. Επίσης, πρέπει να είμαστε ανοιχτοί να ακούσουμε το παιδί όσο παράλογος και αν ακούγεται ένας φόβος και να προετοιμάζουμε το παιδί για μια επερχόμενη εμπειρία που μπορεί να προκαλέσει άγχος (π.χ. ιατρική επίσκεψη), φόβο ή πόνο (π.χ. επέμβαση) με ειλικρίνεια.

Συχνά παρατηρείται ότι το άγχος ή/και ο φόβος που εμφανίζονται στα παιδιά αξιολογούνται ως ήπιες αποκλίσεις από το φυσιολογικό ή ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας που δεν χρήζει περεταίρω διερεύνησης.

Όταν το παιδί αναφέρει συνεχείς, υπερβολικούς και επίμονους φόβους για ένα αντικείμενο, κατάσταση ή συνθήκη, εκδηλώνει στρατηγικές αποφυγής ή κρίσεις πανικού, δυσφορία και σωματικές ενοχλήσεις, ετεροχρονισμένα από την αντίστοιχη ηλικία που αναμένεται να αναπτυχθεί ο συγκεκριμένος φόβος, ο φόβος αυτός επιμένει στο χρόνο και επηρεάζει την λειτουργικότητά του παιδιού ή/και της οικογένειας, τότε πρόκειται για (ειδική) φοβία και είναι απαραίτητη η ψυχολογική παρέμβαση. Οι πιο κοινές φοβογόνες πηγές είναι τα ζώα, το φυσικό περιβάλλον, τα ιατρικά ζητήματα και συγκεκριμένες συνθήκες περιβάλλοντος (π.χ. κλειστός/ανοιχτός χώρος). Τα παιδιά δεν αντιλαμβάνονται ότι ο φόβος τους δεν είναι ρεαλιστικός, ότι δεν ανταποκρίνεται στο μέγεθος της πραγματικής απειλής και βιώνουν αυξημένη δυσφορία όταν έρχονται αντιμέτωπα με το φοβογόνο ερέθισμα.

Ειδικά προγράμματα της γνωσιακής συμπεριφοριστικής προσέγγισης εφαρμόζονται στην θεραπεία ειδικών φοβιών παιδιών και ενηλίκων (φόβος για σκύλους αράχνες, βελόνες, αίμα, ιατρούς, σκοτάδι κτλ) με επιτυχία. Οι τεχνικές συνήθως που επιλέγονται είναι: η αυτοπαρατήρηση και η καταγραφή αρνητικών σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφορών, η αντικατάσταση αυτών με ρεαλιστικές, λειτουργικές σκέψεις, οι τεχνικές χαλάρωσης, ο έλεγχος αναπνοής, οι νοερές εικόνες, η λεκτική αυτό-καθοδήγηση και η συστηματική απευαισθητοποίηση.

Είναι σημαντικό οι προαναφερθείσες θεραπευτικές τεχνικές να συνδυάζονται με το σύστημα ανταλλάξιμων αμοιβών όταν πρόκειται για θεραπεία παιδιών, την βαθμιαία επιβράβευση οποιαδήποτε αλλαγής προς την επιθυμητή συμπεριφορά, όπου φέρει με την σειρά της σταδιακή μείωση του βαθμού δυσφορίας που προκαλεί το φοβογόνο ερέθισμα, με τελικό στόχο την εξάλειψη της φοβίας.